φαρυγγικός

φαρυγγικός
-ή, -ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φάρυγγα («α. φαρυγγικό πλέγμα» β. «φαρυγγική ανιούσα αρτηρία»)
2. φρ. α) «φαρυγγικά παράγωγα»
(συγκρ. ανατ.) αδενώδη ή λεμφοειδή όργανα που συνδέονται με την περιοχή τού φάρυγγα στα σπονδυλόζωα ή που προκύπτουν από την εξελικτική μετατροπή τών βραγχιακών οργάνων, τα οποία είναι χαρακτηριστικά στα υδρόβια σπονδυλόζωα, όπως είναι λ.χ. ο θυρεοειδής, ο θύμος, τα επιθηλιακά ή παραθυρεοειδή σωμάτια, οι αμυγδαλές και το τελοβραγχιακό σώμα
β) «φαρυγγικοί θύλακοι»
(συγκρ. ανατ.) χαρακτηριστικοί θύλακοι στην περιοχή τού φάρυγγα τών περισσοδάκτυλων θηλαστικών τής οικογένειας τών ιπποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυγγας. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Χρυσοβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαρυγγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάρυγγα (βλ. λ.), που είναι του φάρυγγα: Φαρυγγικό πλέγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρινοφαρυγγικός — ή, ό, Ν ανατ. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται ταυτόχρονα στη μύτη και στον φάρυγγα (α. «ρινοφαρυγγική κοιλότητα» β. «ρινοφαρυγγικός πόρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + φαρυγγικός] …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγοφαρυγγικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευσταχιανή σάλπιγγα και στον φάρυγγα ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγγα + φαρυγγικός] …   Dictionary of Greek

  • εκκολπώματα — Μη φυσιολογικές κοιλότητες σε σχήμα σάκου, που σχηματίζονται στο τοίχωμα κοίλου σπλάχνου (εντέρου, ουροδόχου κύστης, οισοφάγου). Η αιτία τους, αν και αβέβαιη, πιστεύεται ότι συνδέεται με την πολύ μικρή κατανάλωση ινών. Τα ε. σπανίζουν στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”